Τρεμόπουλος: Οι αγώνες μας δεν έγιναν για να εκμεταλλευτούν επιχειρηματίες το Σέιχ Σου
Η αυτοδιοικητική κίνηση «Οικολογία – Αλληλεγγύη» δηλώνει ότι η ένταξη του περιαστικού δάσους της πόλης στην ΕΤΑΔ ΑΕ, η οποία με τη σειρά της έχει ενταχθεί στο υπερταμείο, αντιβαίνει στη λειτουργικότητά του για την πόλη ως κοινό αγαθό για την προστασία από τις πλημμύρες και την επιδείνωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα. Και ζητάει το Σέιχ Σου να περάσει πλήρως σε δημόσια ή διαδημοτική ιδιοκτησία και διαχείριση.
Η ένταξη του Σέιχ Σου στο υπερταμείο δεν είναι παρά μια από τις απειλές που αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από τις οικολογικές οργανώσεις της πόλεις, υποστηρίζουν οι οικολόγοι και δηλώνουν ότι και τώρα η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης θα πέσει στο κενό.
Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ;
Ακολουθεί το ιστορικό:
Εδώ και πολλές δεκαετίες καταβάλλεται αγώνας για την αναγνώριση του δάσους όχι μόνο ως «Τοπίο Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους», όπως είχε αναγνωριστεί το 1984 από την τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, αλλά με υψηλή νομική προστασία, λόγω των προφανών αξιών και ωφελημάτων του. Μετά από τους αγώνες των οικολογικών οργανώσεων τη δεκαετία του 1980, και εισήγηση του τότε Νομικού Συμβούλου του κράτους Γιάννη Παπαγιάννη, με την Γ.Δ. 1157/3-4-1990 νομαρχιακή απόφαση θωρακίστηκε το σύνολο του δάσους απέναντι στις απειλές της οικοπεδοποίησής του. Ωστόσο, οι αντιδράσεις όσων πίεζαν για οικοπεδοποίηση ήταν έντονες. Σε σχέδιο προεδρικού διατάγματος που κατάρτισε ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης το 1992 και δημοσιεύθηκε δυο χρόνια αργότερα (ΦΕΚ 561/6-6-1994), στο οποίο προβλεπόταν και η αξιοποίηση ιδιωτικών εκτάσεων για την κατασκευή κατοικιών, κατέθεσαν αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ η Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης και οι Νομικοί Περιβάλλοντος. Το 1995, οι διεκδικήσεις 2.000 περίπου ιδιωτών έφταναν τα 14.000 στρέμματα του Σέιχ Σου.
Τον Μάιο του 1997 το ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση των οικολογικών οργανώσεων και ακύρωσε το προεδρικό διάταγμα αλλά η απόφαση δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Στο μεταξύ, τον Ιούλιο του 1997, το Σέιχ Σου υπέστη φοβερή οικολογική καταστροφή, καθώς πάνω από το μισό της συνολικής του έκτασης, περίπου 17.000 στρέμματα, κάηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά. Οι προσφυγές στη Δικαιοσύνη των οικολογικών οργανώσεων και οι επακόλουθες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας εξασφάλισαν σε μεγάλο βαθμό τη θεσμική προστασία του δάσους. Με απόφαση του Αρείου Πάγου (21/2005) δεν επιτρέπεται αλλαγή χρήσης των αναδασωτέων εκτάσεων αλλά υπάρχει δυνατότητα διεκδίκησης αποζημίωσης των φερόμενων ως ιδιοκτητών από το Δημόσιο.
Η απειλή για το Σέιχ Σου τώρα φαίνεται πως περνά σε ένα άλλο στάδιο, αυτό της «επιχειρηματικής αξιοποίησης» και της «πραγματοποίησης επενδύσεων που συμβάλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας». Πώς μπορεί όμως να βγει κέρδος από ένα περιαστικό δάσος, χωρίς αυτό να υποβαθμιστεί και να χάσει τις προστατευτικές και οικολογικές του ιδιότητες; Γιατί θα πρέπει τα «μνημεία της φύσης» και τα «προστατευτικά περιαστικά δάση» να έχουν διαφορετική μεταχείριση από τα αρχαιολογικά μνημεία που πρόσφατα εξαιρέθηκαν από τη λίστα του υπερταμείου, μετά τις κινητοποιήσεις των Αρχαιολόγων και σχετική απόφαση του Υπ. Οικονομικών;
Ο υποψήφιος ΔήμαρχοςΘεσσαλονίκης με την«Οικολογία – Αλληλεγγύη», Μιχάλης Τρεμόπουλος, δήλωσε σχετικά ότι:
«Δεν
μπορεί να υποβαθμιστεί το περιαστικό δάσος
και η ποιότητα ζωής των πολιτών για να υπάρξουν επενδυτικά κέρδη. Οι αγώνες των οικολογικών οργανώσεων για τη
σωτηρία του δάσους δεν έγιναν για να πάρουν επιχειρηματίες τη διαχείριση και
την εκμετάλλευση του δάσους. Ως κοινό αγαθό, το Σέιχ Σου θα πρέπει να έχει μια
δημόσια ή διαδημοτική ιδιοκτησία και διαχείριση, με κατάλληλη επιστημονική
ομάδα, που θα βρίσκεται σε διαβούλευση με τους περιβαλλοντικούς φορείς της
πόλης για όλες τις πιθανές συνοδευτικές δραστηριότητες. Υπάρχουν παραδείγματα
και από άλλες οικολογικά σημαντικές περιοχές της Ελλάδας, όπως η λίμνη Κερκίνη,
όπου οι τοπικές δραστηριότητες αναψυχής και περιήγησης στη φύση υπακούουν στους
κανόνες που θέτει ο Φορέας Διαχείρισης και οι σχετικοί επιστήμονες. Εάν ανοίξει
η κερκόπορτα της επιχειρηματικής διαχείρισης των κοινών αγαθών και των φυσικών
οικοσυστημάτων, θα είναι δύσκολο να μπει οποιοσδήποτε φραγμός στην υποβάθμιση,
όπως άλλωστε δείχνει και το παράδειγμα του δάσους του Αμαζονίου, υπό την
ακροδεξιά διοίκηση Μπολσονάρο».