Η κλιματική αλλαγή είναι υπεύθυνη για την καταστροφή των πεύκων του Σέιχ Σου από το φλοιοφάγο έντομο

Τρεμόπουλος: Ζούμε ξανά την πυρκαγιά του 1997 -να ενισχυθεί η δασική υπηρεσία

 

Την κλιματική αλλαγή θεωρεί ως υπεύθυνη για τη διάδοση του φλοιοφάγου εντόμου η «Οικολογία – Αλληλεγγύη» και ζητάει άμεσα μέτρα για τη μη-διάδοσή του καθώς και την ενεργοποίηση της Πολιτικής Προστασίας για το ενδεχόμενο καταστροφικών πλημμυρών, αφού το ισχνό στρώμα γόνιμου εδάφους, απροστάτευτο χωρίς τις ρίζες των ξερών και κομμένων δέντρων, μπορεί να παρασυρθεί προς τη θάλασσα. Επίσης, ζητάει τη μεταφορά των κομμένων ξερών κορμών σε περιοχές που δεν υπάρχουν πεύκα ώστε να μη διαδοθούν οι προνύμφες, να αυξηθούν τα υλοτομικά συνεργεία και να ενισχυθούν τα αυτοφυή είδη μακκίας βλάστησης. Κυρίως όμως ζητάει αλλαγή πολιτικών, με ενίσχυση της δασικής υπηρεσίας και απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα.

 

Ο νεοεκλεγμένος Δημοτικός Σύμβουλος Θεσσαλονίκης της Κίνησης, Μιχάλης Τρεμόπουλος, δήλωσε: «Το πρόβλημα έχει τεράστιες διαστάσεις και κινδυνεύει τουλάχιστον το μισό περιαστικό δάσος της πόλης. Το φλοιοφάγο έντομο, που έχει μετακινηθεί ήδη στα υγιή δέντρα, δεν είναι νέο ή ξενικό αλλά διαδόθηκε πολύ φέτος λόγω των ανατροπών του κλίματος. Και το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Οι ελληνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να σταματήσουν τη στήριξη του λιγνίτη και των εξορύξεων και να αυξήσουν τα κονδύλια δασικής προστασίας. Οι Δήμοι, που έχουν δικαιοδοσία στο δάσος και παίρνουν σχετικά κονδύλια, δεν πρέπει να αρκεστούν σε εκκλήσεις και καταγγελίες, αλλά να αναλάβουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, να συνεργαστούν με τη δασική υπηρεσία και να βρουν πηγές ώστε να ενισχυθεί αυτή με τις απαραίτητες χρηματοδοτήσεις. Πρόκειται για μια κρίση εξίσου σοβαρή με την πυρκαγιά του 1997 και θα πρέπει να κινητοποιηθούν όλοι οι φορείς της πόλης. Και βέβαια, θα πρέπει να αξιοποιηθεί η εθελοντική προσφορά των πολιτών».

 

Η ταχύτατη εξάπλωση του φλοιοφάγου εντόμου Tomicus piniperda στο Σέιχ Σου τους τελευταίους δύο μήνες, που είχε ως συνέπεια τη νέκρωση 40-50.000 δένδρων σε έκταση 20-30% του δάσους, πρέπει να προβληματίσει όλους τους φορείς για τα αίτια. Η υποστελέχωση της δασικής υπηρεσίας, οι τεράστιες ελλείψεις σε μέσα, η ελάχιστη χρηματοδότηση, η έλλειψη επικαιροποίησης των διαχειριστικών μελετών, η αδράνεια του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, έχουν παίξει αναμφίβολα σημαντικό ρόλο. Ωστόσο, χωρίς να υποτιμούνται αυτές οι αιτίες, θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά και η επίδραση των κλιματικών ανατροπών στην πτώση της άμυνας των πιο αδύναμων δέντρων τραχείας πεύκης και στην αύξηση του πληθυσμού του φλοιοφάγου εντόμου.

 

Ας σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο είδος εντόμου δεν είναι ξενικό ή εισβολικό. Υπήρχε στη φυσική εντομοπανίδα της περιοχής και καταγράφηκαν και άλλες εξάρσεις του κατά το παρελθόν, αλλά όχι σε τέτοια τεράστια έκταση. Επίσης, η τεχνητή αναδάσωση του Σέιχ Σου με τραχεία πεύκη κατά 90%, δηλαδή σε μονοκαλλιέργεια, ήταν γνωστό εξ’ αρχής ότι εγκυμονούσε κινδύνους. Γι’ αυτό και οι οικολογικές οργανώσεις της πόλης έχουν επανειλημμένα απευθύνει εκκλήσεις και πριν και μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1997, για εμπλουτισμό του δάσους με πλατύφυλλα και ανθεκτικά στις πυρκαγιές είδη και κυρίως με ενθάρρυνση της ανάπτυξης των αυτοφυών ειδών της μακκίας βλάστησης.

 

 

Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν πρόσφατα από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης και η έναρξη της κοπής των απονεκρωμένων δέντρων από συνεργεία δασικού συνεταιρισμού είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά ανεπαρκή. Θα πρέπει άμεσα να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη μη-διάδοση των συγκεκριμένων εντόμων κατά τη διαδικασία κοπής και απομάκρυνσης των απονεκρωμένων δέντρων, να αυξηθούν τα συνεργεία με την ενεργοποίηση και άλλων δασικών συνεταιρισμών για την έγκαιρη εξέλιξη των εργασιών, να εξεταστεί η διεθνής εμπειρία και το ενδεχόμενο χρήσης βιολογικών σκευασμάτων και μεθόδων για τη μείωση του εντομοπληθυσμού.

 

Μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να γίνει νέα διαχειριστική μελέτη του δάσους, ώστε να διενεργηθούν νέες φυτεύσεις άλλων δασικών ειδών, που θα αναπληρώσουν τα τεράστια κενά δάσους τα οποία θα προκύψουν, αλλά και να καλλιεργηθεί η αυτοφυής μακκία βλάστηση με τέτοιον τρόπο ώστε να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξή της και να μην εμποδίζεται από τη σκίαση άλλων δασικών ειδών. Προηγούμενες αποτυχημένες απόπειρες φυτεύσεων ειδών βελανιδιάς, όπως η χνοώδης δρυς, που γνωρίζουμε ότι φύονταν σε όλη αυτή την περιοχή μέχρι και τη βυζαντινή περίοδο, θα πρέπει να σταθούν ως χρήσιμα μαθήματα προς αποφυγή ή προσαρμογή στο μέλλον. Υπάρχουν και άλλα είδη δρυός, όπως η Αριά, που ανήκουν στη μακκία βλάστηση και τα οποία θα μπορούσαν να αναπτυχθούν με καλύτερες προοπτικές στα φτωχά σε θρεπτικά και σε συγκράτηση υγρασίας εδάφη και πετρώματα του δάσους. Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί και η καλλιέργεια των πηγών και οι αιτίες που πολλές από αυτές έχουν ξεραθεί ή τεθεί εκτός λειτουργίας τα τελευταία χρόνια.