Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΟΙΧΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΟΠΩΣ Η ΡΩΜΗ
Αντίθετος με τον νέο διχασμό που δημιουργείται στην πόλη από τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες για απόσπαση των αρχαίων που αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες κατασκευής του Σταθμού Βενιζέλου του Μετρό, δηλώνει ο Δημοτικός Σύμβουλος Θεσσαλονίκης της «Οικολογίας – Αλληλεγγύης», Μιχάλης Τρεμόπουλος. Και υπενθυμίζει ότι αυτή είναι η θέση της αυτοδιοικητικής κίνησης από το 2012, όταν ήρθαν στο φως τα εκπληκτικά ευρήματα από τις εργασίες των αρχαιολόγων.
Επιπλέον, οι οικολόγοι της Θεσσαλονίκης θυμίζουν πως είχαν υποστηρίξει με μεγάλη καμπάνια ήδη από τη δεκαετία του ’80 το επιφανειακό τραμ αντί του μετρό, με επιχειρήματα ότι το τραμ θα γινόταν πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο φτηνά αλλά και γιατί το μετρό θα «σκόνταφτε» στις άφθονες αρχαιότητες που κρύβει η πόλη σε μικρό βάθος. Αλλά και από τη δεκαετία του ’90 οι Έφοροι Αρχαιοτήτων είχαν εναντιωθεί στη διέλευση του μετρό κάτω από την Εγνατία και στην κατασκευή τόσων σταθμών στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Αναγκάστηκαν να πάνε τα έργα πολύ βαθύτερα, ανεβάζοντας το κόστος αλλά και χωρίς σχεδιασμό επιτόπιας ανάδειξης, με προθήκες των ευρημάτων μέσα στους σταθμούς. Όμως για την κατασκευή των σταθμών έχουν γίνει μέχρι σήμερα πολλές αποσπάσεις τάφων, αγωγών, δαπέδων, κλιβάνων, τοιχοποιιών, σημαντικών κατασκευών κτλ και αποθηκεύτηκαν. Ή, ακόμη χειρότερα, καταχώθηκαν κάτω από τόνους τσιμέντου, όπως η κοιμητηριακή βασιλική στο Σιντριβάνι, με σπάνια ψηφιδωτή διακόσμηση.
Οι αρχαιότητες του Σταθμού Βενιζέλου είναι μοναδικές, καθώς σε έκταση 1500 τ.μ. διασώζεται ένα εμβληματικό σταυροδρόμι της πόλης, όπως δέσποζε στο κέντρο της βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Η ρυμοτομία και πολεοδομία της εποχής, όπως και η κοινωνική και εμπορική ζωή θα πρέπει να αναδειχτεί στον τόπο της, να μπορεί να είναι επισκέψιμη και διδακτική για τις επόμενες γενιές και τους επισκέπτες της πόλης.
«Εάν αποσπαστεί το μνημειακό σύνολο της Βενιζέλου, όχι μόνο θα υπάρξουν φθορές, όχι μόνο θα πεταχτούν χρήματα από μελέτες και εργασίες που ήδη έχουν γίνει, αλλά θα είναι σχεδόν αδύνατη η επανατοποθέτησή του, όπως θέλουν οι παραπειστικές δηλώσεις», δήλωσε ο Μ. Τρεμόπουλος. «Άλλωστε, η συμπλήρωση των εξαγγελιών με την πρόβλεψη για τη μεταφορά των αρχαιοτήτων σε νέο – τρίτο – μουσείο που θα φιλοξενηθεί σε κάποιο από τα ερειπωμένα κτίρια του πρώην στρατοπέδου Π. Μελά και που δεν προβλεπόταν στον σχεδιασμό του ομώνυμου Δήμου λόγω κόστους, αφήνει να εννοηθεί ότι ενδέχεται να μην είναι μια «προσωρινή» λύση, αλλά ο τόπος όπου θα εγκαταλειφθεί για πάντα ένα αποσυναρμολογημένο και εκτός της πραγματικής του θέσης μνημείο μοναδικής αξίας. Οι επισκέπτες του δεν θα μπορούν να αντιληφθούν και να αισθανθούν τη θέση και τη σημασία του στην πραγματική τοπογραφία της πόλης. Δεν μπορεί, λοιπόν, να υπονομεύεται ένα έργο συνύπαρξης αρχαίων και μετρό, πάνω στο οποίο κατάφεραν να συναινέσουν οι φορείς της πόλης, ο Δήμος με το Αττικό Μετρό. Δεν μπορεί να υποδαυλίζεται ξανά η διχόνοια στην πόλη, και να προκύπτουν νέες καθυστερήσεις αλλά και επιπλέον κόστη, με τις παχυλές αποζημιώσεις που περιμένουν να ενθυλακώσουν οι εργολάβοι».
Η «Οικολογία – Αλληλεγγύη» υπενθυμίζει ότι η εξαγγελία περί απόσπασης αντιβαίνει στη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (KAΣ) και στην επακόλουθη Υπουργική Απόφαση του 2017 για την κατά χώραν διατήρησή του. Είναι γνωστό βεβαίως ότι, παρά την προειδοποίηση από πλευράς προϊσταμένου της 9ης ΕΒΑ, στις 22/11/2004, το KAΣ είχε αποφασίσει ομόφωνα ότι οποιεσδήποτε αρχαιότητες βρεθούν κατά τη διάρκεια εργασιών σε σταθμούς του μετρό, είτε θα μεταφερθούν, είτε θα καταχωθούν, είτε θα καταστραφούν. Γι’ αυτό καλεί τα τωρινά μέλη του ΚΑΣ να σταθούν με αξιοπρέπεια και αίσθηση καθήκοντος απέναντι στις όποιες κυβερνητικές αποφάσεις προσπαθούν να τους προκαταλάβουν.
Το μνημειακό σύνολο της Βενιζέλου δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αφανισμό, καθώς οι φθορές που μπορεί να προκληθούν λόγω της απόσπασης ενδέχεται να είναι ανεπανόρθωτες. Ειδικοί επιστήμονες αναφέρουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων στον σταθμό Βενιζέλου είναι από ευπαθείς τοιχοποιίες, αποτελούμενες από φθαρτά οικοδομικά υλικά, που δεν αντέχουν στη διάλυση και επανασύστασή τους in situ. Είναι ζήτημα το αν γίνει ποτέ η επανέκθεση, αφού δεν υπάρχει καμιά κοστολογημένη μελέτη γι’ αυτό. Αλλά και τότε θα είναι μία υπόθεση σκηνογραφικής εργασίας, με απώλεια της αυθεντικότητας και της αύρας του μνημείου, που αναδύεται μόνο μέσα στον χώρο του. Αυτή η βιωματική διαδικασία στον αρχαιολογικό χώρο και στο μνημείο βοηθάει καλύτερα στην κατανόηση των αναλογιών, του μεγέθους, του λόγου ύπαρξής τους, στη σύνδεση με το περιβάλλον που το δημιούργησε και την ανάδειξη των αξιών τους ως υλικά κατάλοιπα ενός πολιτισμού.
Επιπλέον, η υπαναχώρηση για απόσπαση θα προκαλέσει νέα καθυστέρηση στην πορεία του έργου, τεράστια αύξηση του κόστους υλοποίησής του, αφού θα γίνει ακύρωση των μελετών και των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν προς την κατεύθυνση της κατά χώραν διατήρησης του μνημειακού συνόλου και θα γίνουν νέες μελέτες και νέες ανασκαφικές εργασίες, με επιπλέον αποζημιώσεις του εργολάβου, που ήδη έχει πάρει δικαστικά 180 εκατομμύρια ευρώ για παρόμοιους λόγους.
Τυχόν πισωγύρισμα θα αποτελούσε πρωτοφανή κακοποίηση στο σώμα της πόλης και δεν πρέπει να το επιτρέψουν αυτό οι πολίτες. Όχι μόνο δεν πρέπει να γίνει η απόσπαση της «βυζαντινής Πομπηίας» από τον σταθμό Βενιζέλου αλλά θα πρέπει η Θεσσαλονίκη να γίνει ανοιχτό μουσείο, όπως η Ρώμη.